- συμπεφυκός
- συμπεφῡκός , συμφύωmake to grow togetherperf part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… … Dictionary of Greek
loĝ- — loĝ English meaning: rod, twig Deutsche Übersetzung: “Rute, Gerte”? Material: Gk. ὀ λόγινον ὀζῶδες, συμπεφυκός Hes., κατά λογον τ(ην) μύρτον Hes. (probably as “densis hastilibus horrida myrtus” Verg. Aen. III 23, formation gleich … Proto-Indo-European etymological dictionary